αγαναχτίζω
Смотреть что такое "αγαναχτίζω" в других словарях:
αγανάκτημα — και χτισμα, το και χτισμός, ο [αγανακτώ και αγαναχτίζω] η αγανάκτηση* … Dictionary of Greek
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
αγαναχτώ — και αγαναχτίζω αγανάχτησα, αγαναχτισμένος, θυμώνω, φουρκίζομαι: Αγανάχτησε, γιατί δεν περίμενε ένα τέτοιο φέρσιμο του φίλου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)