αγαναχτίζω

αγαναχτίζω
αμετ. см. αγαναχτώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αγαναχτίζω" в других словарях:

  • αγανάκτημα — και χτισμα, το και χτισμός, ο [αγανακτώ και αγαναχτίζω] η αγανάκτηση* …   Dictionary of Greek

  • αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …   Dictionary of Greek

  • αγαναχτώ — και αγαναχτίζω αγανάχτησα, αγαναχτισμένος, θυμώνω, φουρκίζομαι: Αγανάχτησε, γιατί δεν περίμενε ένα τέτοιο φέρσιμο του φίλου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»